λενινιστής

λενινιστής
ο
θηλ. -στρια ο οπαδός του λενινισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λενινιστής — ο ο οπαδός τού λενινισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leninist < όν. τού Nicolai Lenin + κατάλ. ist] …   Dictionary of Greek

  • μαρξιστής-λενινιστής — ο, θηλ. ίστρια ο οπαδός τού μαρξισμού λενινισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”